
ANIMALS
ΘΗΛΑΣΤΙΚΑ
Το λευκό λιοντάρι το οποίο απαντάται περιστασιακά στα εθνικά πάρκα, είναι ένας ιδιαίτερος τύπος του Panthera leo krugeri (Πάνθηρ ο λέων του Κρούγκερ). Το χρώμα που έχει οφείλεται σε υποτελή γονίδια, από τα οποία προκύπτει μία σπάνια γονιδιακή μετάλλαξη. Σήμερα τα λευκά λιοντάρια σπανίζουν στους ζωολογικούς κήπους, αλλά είναι ακόμα πιο σπάνια στην άγρια φύση.
Τα λευκά λιοντάρια δεν είναι ακόμα ξεχωριστό υποείδος, παρ'όλο που κάποιοι το θεωρούν. Τα σημερινά εξημερωμένα λευκά λιοντάρια είναι απόγονοι δύο νεαρών ατόμων που εντοπίστηκαν και αιχμαλωτίστηκαν στο καταφύγιο Τιμμπαβάτι στη Νότια Αφρική το 1975. Όμως το 1938 θεάθηκαν για πρώτη φορά, αποδεικνύοντας ότι δεν ήταν φαντασίες οι μύθοι των ιθαγενών που μίλαγαν για λευκά λιοντάρια.Τα λευκά λιοντάρια δεν είναι αλφιστικά άτομα, αλλά λευκιστικά. Έχουνε κανονική ίριδα, της οποίας το χρώμα μπορεί να είναι καφέ, γκριζομπλέ ή και γκριζοπράσινο. Επίσης έχουνε κανονικά μαξιλαράκια στις πατούσες τους και φυσιολογικά χείλη. Λευκά λιοντάρια με γαλάζια μάτια υπάρχουνε σε ζωολογικούς κήπους, πάρκα ή καταφύγια. Γεννιούνται μερικές φορές από φυσιολογικούς γονείς, οι οποίοι έχουνε κληρονομήσει γονίδια στα οποία οφείλεται το λευκό τους χρώμα από τους γονείς τους, και τα μετέφεραν στους απογόνους τους. Ο λευκισμός, όπως ονομάζεται αυτό το φαινόμενο,
δυσχεραίνει την επιβίωση των λευκών λιονταριών στη φύση, με συνέπεια την έλλειψή τους στο φυσικό περιβάλλον. Ένα μεγάλο πρόβλημα για τη διατήρηση των λευκών λιονταριών είναι οι ενδογαμίες, οι οποίες γίνονται με σκοπό τη διατήρηση των λευκών λιονταριών στην αιχμαλωσία, αλλά υπάρχει φόβος προκύψουν προβλήματα όπως και συμβαίνει και στις λευκές τίγρεις (στραβισμός, προβλήματα στον εγκέφαλο, στον ουρανίσκο και στη σπονδυλική στήλη).
Λευκό Λιοντάρι


Το πούμα (Puma concolor - Πούμα το ομοιόχρουν) ή αλλιώς κούγκαρ ή λιοντάρι της Αμερικής, είναι αιλουροειδές θηλαστικό που ζει σ' όλη την Αμερική από το δυτικό Καναδά μέχρι τα βόρεια της Παταγονίας. Μπορεί να ζήσει άνετα στα βουνά, στους βάλτους, στις σαβάνες και στα δάση ακόμα και σε υψόμετρο 4.000 μ.Το μεγαλύτερο μήκος ζώου που έχει καταγραφεί είναι 3 μέτρα από τα οποία το ένα η ουρά, και βάρος 120 κιλά. Το χρώμα της κοντής, πυκνής γούνας ποικίλλει σημαντικά από κιτρινωπό καφέ σε κόκκινο ή και σκουρότερο το χειμώνα. Ο λαιμός, το στήθος και η κοιλιά είναι άσπρα. Ζει μοναχική ζωή και διακρίνεται για τη δύναμη του. Μπορεί να κάνει άλματα 6 μ. και περισσότερο. Φτάνει περίπου τα 80 km/h.Το πούμα μουγκρίζει με φρικιαστικό τρόπο. Για το κυνήγι προτιμά τα ελάφια χωρίς να απορρίπτει και άλλη ποικιλία φαγητού, όπως σαλιγκάρια, σκαντζόχοιρους και σπάνια άλκες και βουβάλια. Επιτίθεται καμία φορά και σε κατοικίδια ζώα όπως πρόβατα, κατσίκια, άλογα και βοοειδή, γι' αυτό και έχει εξολοθρευθεί από πολλές περιοχές, με αποτέλεσμα ο αριθμός τους να έχει ελαττωθεί σοβαρά. Γεννά 2 ως 6 μικρά σε βράχους ή σε πυκνή λόχμη, μετά από εγκυμοσύνη 90 ως 96 ημερών. Μετά από 9 ως 10 εβδομάδες η μητέρα παίρνει τα μικρά στο κυνήγι, και γίνονται πραγματικά ανεξάρτητα μετά από 2 χρόνια. Η διάρκεια ζωής του ελεύθερου ζώου είναι περίπου 18 χρόνια.
Μαυρό Πούμα


Τίγρη




Αρκτική αλεπού
Η τίγρη (θηλ.) ή ο τίγρης (αρσ.) είναι σαρκοφάγο θηλαστικό της οικογενείας των
αιλουροειδών, της οποίας αποτελεί το μεγαλύτερο και ισχυρότερο μέλος. Το είδος έχει την επιστημονική ονομασία Panthera tigris, απαντά αποκλειστικά στην
ασιατική ήπειρο και διακρίνεται σε 9 υποείδη, από τα οποία τα 3 θεωρούνται εξαφανισμένα .Η τίγρη, ένα από τα λιγοστά ζώα της επονομαζόμενης Χαρισματικής Μεγαπανίδας (Charismatic Megafauna), αποτελεί ένα από τα πλέον αναγνωρίσιμα είδη στην υφήλιο, με το χαρακτηριστικό μοτίβο από κάθετες, σκούρες ραβδώσεις σε κόκκινο-πορτοκαλί υπόστρωμα στην άνω επιφάνεια και, την πιο ανοιχτόχρωμη κάτω επιφάνεια του σώματός της.
Είναι το μεγαλύτερο είδος «γάτας» (Felidae), φθάνοντας σε συνολικό -μαζί με την ουρά- μήκος σώματος μέχρι και 3,3 μέτρα και βάρος έως 306 κιλά. Έχει εξαιρετικά ευμεγέθεις κυνόδοντες, τους μεγαλύτερους από τα αιλουροειδή με ύψος μύλης 74,5 έως και 90 χιλιοστά. Σε ζωολογικούς κήπους, κάποιες τίγρεις έχουν ζήσει για 20 έως 26 έτη, που φαίνεται επίσης να είναι η διάρκεια ζωής τους στην άγρια φύση. Πρόκειται για εξαιρετικά εδαφικό και, σε γενικές γραμμές, μοναχικό ζώο, που συχνά απαιτεί μεγάλα σε έκταση ενδιαιτήματα
για να υποστηριχθούν οι απαιτήσεις στη λεία του. Αυτό, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ζει σε μερικές από τις πιο πυκνοκατοικημένες περιοχές στη Γη, έχει
προκαλέσει σημαντικές συγκρούσεις με τον άνθρωπο.
Οι τίγρεις, κάποτε, εξαπλώνονταν σε όλη την Ασία, από την Τουρκία στα δυτικά μέχρι την ανατολική ακτή της Ρωσίας, στα ανατολικά. Κατά τα τελευταία 100 χρόνια, όμως, έχουν απολέσει το 93% της ιστορικής κατανομής τους και, έχουν εκριζωθεί από την Κ. και ΝΔ. Ασία, από τα νησιά της Ιάβας και του Μπαλί, καθώς και από μεγάλες περιοχές της Α. και ΝΑ. Ασίας. Σήμερα εξαπλώνονται σε οικοσυστήματα που, ποικίλλουν από τη σιβηρική τάιγκα μέχρι τα ανοικτά λιβάδια και τους τροπικούς μαγκρόβιους βάλτους. Τα 6 υποείδη τίγρης που ζουν σήμερα, έχουν χαρακτηριστεί ως κινδυνεύοντα (EN) από την IUCN. Ο παγκόσμιος πληθυσμός στην άγρια φύση εκτιμήθηκε το 2011, ότι είναι μικρότερος των 3000 ατόμων, από περίπου 100.000 στις αρχές του 20ου αιώνα, με τους περισσότερους εναπομείναντες πληθυσμούς να απαντώνται σε μικρούς, απομονωμένους τον έναν από τον άλλο, θύλακες. Σημαντικότεροι λόγοι για την
κατακόρυφη μείωση των πληθυσμών της τίγρης είναι η λαθροθηρία και η καταστροφή και ο κατακερματισμός των ενδιαιτημάτων της. Η έκταση της επικράτειας που καταλαμβάνεται από το είδος εκτιμάται σε λιγότερο από 1.184.911 τετραγωνικά χιλιόμετρα, με μείωση της τάξης του 41% από την περιοχή που εκτιμάται ότι κατείχε στα μέσα της δεκαετίας του 1990.Αποτελεί, ίσως, το δημοφιλέστερο από τα μεγάλα θηλαστικά του κόσμου, με εξέχουσα θέση στην αρχαία μυθολογία και λαογραφία και συνεχή ιστορική παρουσία στη λογοτεχνία και σε όλες ανεξαιρέτως τις καλές τέχνες, αλλά και στον κινηματογράφο και τα σύγχρονα media. Οι τίγρεις εμφανίζονται σε πολλές σημαίες, σε οικόσημα και στη λαϊκή κουλτούρα σε πλείστες εκφάνσεις της. Είναι το εθνικό ζώο του Μπαγκλαντές (η τίγρη της Βεγγάλης), της Ινδίας, του Βιετνάμ, της Μαλαισίας (η μαλαισιανή τίγρη) και της Νότιας Κορέας.
Οι τίγρεις διαθέτουν εξαιρετικά μυώδες σώμα, με ιδιαίτερα ισχυρά εμπρόσθια άκρα και μεγάλο κρανίο. Ο χρωματισμός της γούνας τους ποικίλλει μεταξύ των αποχρώσεων του πορτοκαλί ή καφέ, με λευκές κεντρικές περιοχές και διακριτέςμαύρες ρίγες. Τα πρόσωπά τους έχουν μακριά μουστάκια, ιδιαίτερα μεγάλα στα αρσενικά. Οι κόρες των οφθαλμών είναι κυκλικές με κίτρινες ίριδες. Τα μικρά, στρογγυλεμένα αυτιά έχουν μαύρα σημάδια στο πίσω μέρος, τα οποία περιβάλλουν μια λευκή κηλίδα. Αυτές οι κηλίδες, που ονομάζονται οφθαλμίσκοι , διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην επικοινωνία εντός του εκάστοτε πληθυσμού. Υπάρχει μια ευδιάκριτη σκοτεινόχρωμη εγκάρσια λωρίδα που εκτείνεται από το κεφάλι και πάνω από το σώμα, μέχρι την
άκρη της ουράς έτσι, ώστε η τελευταία να φαίνεται «κουλουριασμένη».
Η Αρκτική αλεπού είναι το είδος που ζει στους Αρκτική, δηλαδή στις πολικές περιοχές του βόρειου ημισφαιρίου. Στο μέγεθος είναι λίγο μικρότερη από την αλεπού των εύκρατων περιοχών. Το χειμώνα δεν πέφτει σε χειμερία νάρκη όπως άλλα ζώα. Είναι σαρκοφάγο ζώο που τρέφεται συνήθως με σάπιο κρέας φάλαινας ή τα αποφάγια από τα θύματα των πολικών αρκούδων. Επίσης τρέφεται με μικρότερα ζώα όπως λαγούς, αμφίβια και ευάλωτα νεογνά φώκιας, που έχουν απομακρυνθεί από το κοπάδι τους. Κάνει το κρησφύγετό της κάτω από την επιφάνεια του εδάφους. Αντέχει θερμοκρασίες εώς -50 βαθμών Κελσίου. Καθώς είναι ένα από τα μεγαλύτερα σαρκοφάγα ζώα του αρκτικού κύκλου δεν έχει πολλούς εχθρούς. Πιο ευάλωτα είναι τα αλεπουδάκια. Γεννά μια φορά το χρόνο εώς 15 κουταβάκια κατά την έναρξη του καλοκαιριού και αφού τα θηλάσει μερικούς μήνες είναι αρκετά ανεξάρτητα για να ζήσουν τον Αρκτικό χειμώνα μόνα τους. Είναι περιζήτητη για το δέρμα της, που το χειμώνα είναι άσπρο για να μην διακρίνεται εύκολα από την λεία ή τους εχθρούς της ανάμεσα στο χιόνι και το καλοκαίρι γίνεται καφετί. Διαθέτει την πιο ζεστή γούνα όλων των θηλαστικών.
